- θηλυπρέπεια
- η [θηλυπρεπής]1. η γυναικεία συμπεριφορά, η συμπεριφορά που ταιριάζει σε γυναίκα και όχι σε άντρα2. μαλθακότητα, τρυφηλότητα3. δειλία, ατολμία, έλλειψη ανδρισμού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θηλυπρέπεια — η συμπεριφορά ή γνώρισμα που ταιριάζει σε γυναίκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θήλυσμα — θήλυσμα, τὸ (Α) [θηλύνω] η εκθήλυνση, η θηλυπρέπεια … Dictionary of Greek
θηλυ- — (ΑΜ θηλυ ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει χαρακτηριστικά τού θήλεος ή αναφέρεται στο θήλυ. ΣΥΝΘ. θηλυγόνος, θηλυδρίας, θηλυμανής, θηλύμορφος, θηλυπρεπής θηλυτοκία, θηλυτοκώ, θηλύφρων αρχ. θηλάρσην, θηλυγενής, θηλύγλωσσος,… … Dictionary of Greek
θηλύστολος — θηλύστολος, ον (Α) 1. αυτός που φορά γυναικεία ρούχα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θηλύστολον η θηλυπρέπεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + στολος (< στολή), πρβλ. έν στολος, κυανό στολος] … Dictionary of Greek
θηλύτητα — η (ΑΜ θηλύτης) [θήλυς] 1. γυναικείος τρόπος, γυναικεία λεπτότητα 2. η θηλυπρέπεια νεοελλ. η ικανότητα τού θήλεος να προκαλεί το ερωτικό πάθος αρχ. 1. φύση γυναικεία 2. ο φυλετικός χαρακτήρας τού θηλυκού γένους 3. φρ. «ἡ θηλύτης τοῡ κάλλους» η… … Dictionary of Greek
μαλθακότητα — η (Α μαλθακότης, ητος) [μαλθακός] μαλακότητα, απαλότητα, τρυφερότητα νεοελλ. εκθήλυνση, θηλυπρέπεια αρχ. φρ. «ἡ μαλθακότης τοῡ ἐδάφους» η ύπαρξη ρωγμών στο έδαφος … Dictionary of Greek
σαυλούμαι — όομαι, Α [σαῡλος] 1. περπατώ και, γενικά, συμπεριφέρομαι με θηλυπρέπεια, ακκίζομαι 2. χορεύω επιτηδευμένα 3. (κατά τον Ησύχ.) «σαυλοῡσθαι. τρυφᾱν, θρύπτεσθαι, ἐναβρύνεσθαι» … Dictionary of Greek
Ομφάλη — Μυθολογικό πρόσωπο, βασίλισσα των Λυδών και κόρη του Ιαρδάνη. Ο Ηρακλής, για να εξαγνιστεί επειδή είχε σκοτώσει τον Ίφιτο, πουλήθηκε ως δούλος στην Ο. και έμεινε κοντά της τρία χρόνια. Στο διάστημα αυτό, εξολόθρευσε τους ληστές Κέρκωπες, τον… … Dictionary of Greek
εκθήλυνση — η η απόκτηση από αρσενικό τρόπων που ταιριάζουν σε θηλυκό, θηλυπρέπεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θηλύτητα — η 1. γυναικεία φύση, θηλυκότητα. 2. θηλυπρέπεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)